- επικρεμώ
- (α) (αόρ. επεκρέμασα, παθ. αόρ. επεκρεμάσθην) μετ. вешать, подвешивать;
§ επικρεμώ άγκυραν мор. — готовить якорь к погружению
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ επικρεμώ άγκυραν мор. — готовить якорь к погружению
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επικρεμώ — (AM ἐπικρεμῶ, άω Α και ἐπικρεμάννυμι) 1. κρεμώ κάτι επάνω από κάποιον 2. μέσ. ἐπικρέμαμαι και ἐπικρεμῶμαι κρεμιέμαι απειλητικά πάνω από κάποιον, επίκειμαι, επαπειλούμαι (α. «επικρέμαται συμφορά» β. «επικρεμάμενος κίνδυνος») αρχ. μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek
εφάπτομαι — (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω) μέσ. 1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.) 2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
προσεπικρεμάννυμι — Α [ἐπικρεμάννυμι] κρεμώ επάνω σε κάτι ή σε κάποιον κάτι ακόμη, επικρεμώ επί πλέον («προσεπικρεμασθήτω τούτου ὄπισθέν τις... παῑς», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek